- φλογίζεται
- φλογίζωset on firepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλογίζω — ΝΜΑ 1. περιβάλλω κάτι με φλόγες, βάζω φωτιά, καίω 2. πυρακτώνω, πυρώνω (α. «τού φλογισμένου απείρου», Μαλακ. β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.) νεοελλ. 1. επιφέρω φλόγωση, προκαλώ φλεγμονή 2. παθ. φλογίζομαι α) (για την επιδερμίδα)… … Dictionary of Greek